- χλωρασβεστίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) χλωριούχο ορυκτό τού ασβεστίου και τού καλίου, αλλ. υδροφιλίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chlorocalcite < chloro- (< χλωρ[ο]-*) + calcite «ανθρακικό ασβέστιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.